- εκφορητικός
- -ή, -ό(ν)αυτός με τον οποίο μεταφέρεται κάτι ή κάποιος προς τα έξω, με τον οποίο πραγματοποιείται η αποχέτευση υγρών, αποχετευτικός («εκφορητικοί πόροι»)οι πόροι που αποχετεύουν το έκκριμα τών αδένων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαλακτοφόρος — ο (AM γαλακτοφόρος, ον) 1. (για μητέρα ή τροφό ή θηλυκό ζώο) αυτή που παράγει γάλα 2. (για ουσίες ή τροφές) ο γαλακταγωγός νεοελλ. 1. το ουδ. εν. ως ουσ. α) γαλακτοφόρο, το κύτταρο ή σύμπλεγμα κυττάρων που συνδέονται μεταξύ τους και περιέχουν… … Dictionary of Greek
επιδιδυμίδα — η (AM ἐπιδιδυμίς) σπειροειδής εκφορητικός πόρος από τον οποίο απεκκρίνεται το σπέρμα στον σπερματικό πόρο και βρίσκεται στο επάνω και πίσω μέρος τού όρχεως … Dictionary of Greek
σπερματικός — ή, ό / σπερματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σπέρμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπέρμα («σπερματικά ὄργανα». Αριστοτ.) 2. φρ. α) «σπερματικός λόγος» (στη στωική φιλοσ.) γενετική αρχή, δύναμη και ουσία μέσω τής οποίας και από την οποία… … Dictionary of Greek
στενωνιανός — ο, Ν φρ. «στενωνιανός πόρος» ανατ. ο εκφορητικός ή σιαλοχόος πόρος τής παρωτίδας, τού κυριότερου σιαλογόνου αδένα … Dictionary of Greek